- λαμπριάτικος
- -η, -ο [Λαμπρή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, πασχαλινός («λαμπριάτικο αρνί»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαμπριάτικατα καινούργια ρούχα για το Πάσχα.επίρρ...λαμπριάτικακατά την ημέρα τής Λαμπρής.
Dictionary of Greek. 2013.